- ὑπεράλπιος
- ὑπεράλπιος, ον,A beyond the Alps, Lat. transalpinus, Str.4.3.3, 5.1.4, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεράλπιος — και ὑπεράλπειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πέρα από τις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + άλπιος / άλπειος (< Ἄλπεις), πρβλ. παρ άλπιος] … Dictionary of Greek